- πρωταπριλιάτικος
- -η, -οαυτός που αναφέρεται στην πρωταπριλιά: Πρωταπριλιάτικο νέο (δηλ. ψέμα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωταπριλιάτικος — η, ο, Ν [πρωταπριλιά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωταπριλιά ή αυτός που γίνεται κατά την πρωταπριλιά («πρωταπριλιάτικο ψέμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωταπριλιάτικο το ψέμα που λέγεται ως αναβίωση παλαιότερου εθίμου ή ως αστεϊσμός την… … Dictionary of Greek